- ὑπερχειλής
- ὑπερχειλής, ές,A over the brim, running over,
κρατῆρες Ath.1.13d
, cf. Poll.5.133, Them.Or.19.229a, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κρατῆρες Ath.1.13d
, cf. Poll.5.133, Them.Or.19.229a, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑπερχειλής — over the brim masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερχειλής — ές, / ὑπερχειλής, ές, ΝΜΑ (για δοχείο και παρόμοιες κατασκευές ή φυσικούς χώρους) γεμάτος και πάνω από τα χείλη, ξέχειλος («ὑπερχειλεῑς κρατῆρες», Πολυδ.) μσν. αρχ. υπερπλήρης, τελείως γεμάτος («σιτοθῆκαι ὑπερχειλεῑς καὶ ὑπέραντλοι», Θεμιστ.).… … Dictionary of Greek
ὑπερχειλῆ — ὑπερχειλής over the brim neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὑπερχειλής over the brim masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὑπερχειλής over the brim masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερχειλεῖς — ὑπερχειλής over the brim masc/fem acc pl ὑπερχειλής over the brim masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερχειλές — ὑπερχειλής over the brim masc/fem voc sg ὑπερχειλής over the brim neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερχειλῶν — ὑπερχειλής over the brim masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέρχειλος — ον, Α υπερχειλής. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού επιθ. ὑπερχειλής κατά τα δευτερόκλιτα επίθ. σε ος] … Dictionary of Greek
υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… … Dictionary of Greek
υπερχειλώ — έω, Μ [ὑπερχειλής] υπερχειλίζω … Dictionary of Greek